Logodiatrofis.gr
Ειδικα ΘεματαΨυχολογία

Η αντίληψη της αυτοάνοσης ασθένειας και το άγχος υγείας (Β’ μέρος)

Είναι βέβαιο πως πέρα από τη διατροφική διαχείριση όλων των αυτοάνοσων σημαντικό ρόλο παίζει και η ψυχολογική προσέγγιση.

ΑΓΧΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ: Πόσο και πότε πρέπει να ανησυχούμε;

Ο άνθρωπος σκέφτεται και ανησυχεί αρκετά συχνά για τη λειτουργία του οργανισμού του, καθώς η σωματική ευεξία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της επιβίωσης του.

Ως αποτέλεσμα τούτου, η αυτοαξιολόγηση της υγείας και η αναζήτηση ιατρικής βοήθειας συνιστούν αναπόσπαστες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.

Μάλιστα, η ενασχόληση με τις σωματικές αισθήσεις είναι πιθανό να προειδοποιήσει το άτομο για τυχόν σοβαρούς κινδύνους που απειλούν την υγεία του. Συνεπώς, το άτομο κινητοποιείται προκειμένου να αντιμετωπίσει το εκάστοτε πρόβλημα υγείας.

Βέβαια, η διαδικασία αυτοαξιολόγησης για κάποιους ανθρώπους αποτελεί πηγή συνεχούς έγνοιας και συναισθηματικής δυσφορίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο ανησυχεί σε υπερβολικό βαθμό χωρίς απαραίτητα να υπάρχει κάποια σωματική ένδειξη αρνητικής σημασίας.

Ακόμη, αναπτύσσει άγχος για την υγεία του παρερμηνεύοντας και διαστρεβλώνοντας τα όσα αισθάνεται, παραδείγματος χάριν αντιλαμβάνεται τον κόμπο στο στήθος ως στηθάγχη. Υπό αυτές τις συνθήκες, η περισυλλογή και η ανησυχία για τη σωματική ευεξία ξεπερνούν τα όρια της αυτοφροντίδας και ερμηνεύονται ως άγχος υγείας.

Η αντιλαμβανόμενη υγεία υπό το πρίσμα του άγχους υγείας παραλληλίζεται ως ένα συνεχές διαφορετικών επιπέδων υποκειμενικότητας, ελέγχου και συναισθηματικών αντιδράσεων του ατόμου.

Στην αρχή του συνεχούς παρατηρεί κανείς την υποτίμηση της ασθένειας, τις μειωμένες δραστηριότητες αυτοφροντίδας και τον περιορισμένο έλεγχο της κατάστασης της υγείας.

Καθώς εξελίσσεται το συνεχές, αναπαρίσταται το άγχος υγείας ήπιας, μέτριας και αυξημένης έντασης.

Τέλος, τα άτομα τα οποία κατατάσσονται στο άλλο άκρο του συνεχούς υπερδιογκώνουν τη σοβαρότητα της ασθένειας, καταχρώνται τις παροχές υπηρεσιών υγείας και βιώνουν υπέρμετρη στενοχώρια και κοινωνική απομόνωση, ενώ συχνά υπολειτουργούν στο χώρο εργασίας.

Οι Tyrer, Cooper, Crawford, Dupont, Green, Murphy και συν. (2011) διαπίστωσαν ότι σημαντικό ποσοστό των ατόμων ηλικίας 16 έως 75 ετών, που επισκέπτονται υπηρεσίες παροχής ιατρικής περίθαλψης, εκδηλώνουν ψυχοπαθολογικής φύσεως ανησυχίες για την υγεία τους.

Ειδικότερα, οι Rief, Hessel και Braehler (2001) αναφέρουν πως 1 στους 5 Αμερικανούς ανησυχούν, μήπως αρρωστήσουν εξαιτίας κάποιας σωματικής ή ψυχιατρικής νόσου ή τραυματιστούν σοβαρά με αρνητικό αντίκτυπο στα επίπεδα λειτουργικότητάς τους.

Σύμφωνα με τους Petrie, Broadbent, Kley, Moss-Morris, Horne και Rief (2015), έχει διαπιστωθεί ότι οι σύγχρονοι προβληματισμοί για το εξωτερικό περιβάλλον, όπως η μόλυνση των προμηθειών του νερού, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η χρήση φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα και άλλα, συνδέονται με το άγχος υγείας και ως εκ τούτου το καθιστούν ως μια σοβαρή κοινωνική υπόθεση.

Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι το άγχος υγείας συνυπάρχει, κατά κύριο λόγο, με σωματικές ασθένειες ή ψυχιατρικές διαταραχές εμποδίζει διαρρήδην τη διάγνωση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση του.

Γενικότερα, οι ασθενείς, οι οποίοι εισάγονται στο νοσοκομείο λόγω κάποιας σωματικής ασθένειας, διαγιγνώσκονται είτε από αγχώδεις διαταραχές, είτε διαταραχές της διάθεσης ή σωματόμορφες διαταραχές.

Το άγχος υγείας θεωρείται ότι υποβόσκει πίσω από τις αναφερόμενες κλινικές κατηγορίες, ωστόσο δεν έχει ταξινομηθεί οριστικά σε κάποια από αυτές.

Πολλές φορές, παραλληλίζεται με τη διαταραχή σωματοποίησης, διότι το αυξημένο κόστος και η δυσαρέσκεια εξαιτίας της ιατρικής φροντίδας παρατηρείται εξίσου και στις δύο ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις. Επίσης, συχνά το άγχος υγείας έχει περιγραφεί και ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, το οποίο συνδέεται με άλλα εγγενή ή επίκτητα στοιχεία, όπως ο νευρωτισμός. 

Σε κάποιες περιπτώσεις έχει επισημανθεί και σε ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από κατάθλιψη. Εντούτοις, φαίνεται πως συγκαταλέγεται κυρίως στις αγχώδεις διαταραχές, επειδή παρουσιάζει περισσότερες ομοιότητες με αυτήν την κατηγορία σε αντιδιαστολή με τις υπόλοιπες (π.χ. διαταραχές της διάθεσης κ.ά.).

Όσον αφορά την ταύτιση άγχους υγείας και διαταραχών άγχους, έχουν υπογραμμιστεί πολλαπλές ομοιότητες.

Αρχικά, έχει συσχετιστεί με την ιδεοψυχαναγκαστική – καταναγκαστική διαταραχή άγχους, διότι εκδηλώνεται μέσω επαναλαμβανόμενων ενοχλητικών σκέψεων που αφορούν κάποια ασθένεια.

Επίσης, σε αυτή τη συνθήκη το άτομο τείνει να τροποποιεί τη συμπεριφορά του, δηλαδή να υιοθετεί καταναγκαστικές συνήθειες που προλαμβάνουν την ασθένεια, όπως το πλύσιμο των χεριών.

Το άγχος υγείας έχει παραλληλιστεί και με τη διαταραχή πανικού εξαιτίας της διαρκούς ενασχόλησης με τις σωματικές αισθήσεις και τις μετέπειτα δυσερμηνείες τους.

Ακολούθως, υπάρχει σημαντική συνάρτηση με τη γενικευμένη διαταραχή άγχους λόγω της επίμονης ανησυχίας για την υγεία μεταξύ άλλων στρεσογόνων ερεθισμάτων. Και τέλος, συνυπάρχει με διαφόρων ειδών φοβίες, όπου το άτομο αποφεύγει συστηματικά ερεθίσματα τα οποία μπορούν να πυροδοτήσουν την έναρξη κάποιας σωματικής ασθένειας.

Έχει επισημανθεί ο αρνητικός ρόλος της ψυχοπαθολογίας στην αντίληψη της ασθένειας από το άτομο.

Όσον αφορά το άγχος υγείας, οι αναπαραστάσεις του ατόμου για την πρόληψη από σοβαρές ασθένειες και τη μεταδοτικότητα αυτών των ασθενειών υπό αυτό το πρίσμα χαρακτηρίζονται από δυσλειτουργικές υποθέσεις και πεποιθήσεις.

Οι υποθέσεις αυτές ενεργοποιούνται από μια ποικιλία ερεθισμάτων, όπως το κοινωνικό περιβάλλον και η ίδια η νόσος. Το άτομο προσλαμβάνει κάθε ένδειξη της πάθησης, αλλά και σχετικές πληροφορίες από το περιβάλλον ως εξαιρετικές απειλές κινδύνου για το σώμα του.

Ακόμη, προβαίνει σε προκαταλήψεις, όπως για παράδειγμα θεωρεί τον εαυτό του υγιή, μόνο αν δεν παρουσιάζει κάποια σωματική ενόχληση.

Μάλιστα, οι άνθρωποι, οι οποίοι καταβάλλονται από άγχος υγείας ή υποχονδρίαση, θεωρούν τον εαυτό τους ιδιαίτερα ικανό να ανιχνεύσει οποιαδήποτε ανωμαλία της σωματικής λειτουργίας. Ωστόσο, στην αναφερόμενη ευαισθησία δε συγκαταλέγεται η ακρίβεια και αντικειμενικότητα της διαδικασίας αντίληψης των σωματικών συμπτωμάτων.

Εν ολίγοις, το άτομο μπορεί να αντιλαμβάνεται περισσότερο πόνο, αλλά αυτός ο πόνος δεν αναπαριστά τις δραστηριότητες του ανθρώπινου οργανισμού, όπως ο καρδιακός ρυθμός ή η αρτηριακή πίεση.

Οι Warwick και Salkovskis (1990) ορίζουν τέσσερις παράγοντες, οι οποίοι καθορίζουν το βαθμό απειλής που αισθάνεται το άτομο, το οποίο εμφανίζει επίμονο άγχος υγείας: πρώτον, η αντιλαμβανόμενη πιθανότητα να έχει νοσήσει, δεύτερον, η αντιλαμβανόμενη σοβαρότητα της κατάστασης, τρίτον, η αποτελεσματικότητα του εαυτού σχετικά με την αντιμετώπιση του κινδύνου και τέταρτον, η ανεπάρκεια των ιατρικών υπηρεσιών σχετικά με τη θεραπεία και την τελική έκβαση της πιθανής ασθένειας.

Οι τρεις πρώτες μεταβλητές έχουν ήδη επισημανθεί αναφορικά με την αναπαράσταση της ασθένειας.

Η τελευταία μεταβλητή αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό πληθυσμιακών ομάδων που νοσούν και συσχετίζεται με μειωμένη ανταπόκριση στις καθησυχαστικές συστάσεις του ιατρικού προσωπικού. Γενικότερα, και οι τέσσερις μεταβλητές παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά αρνητικής σημασιοδότησης στους ασθενείς σε σύγκριση με τον υπόλοιπο υγιή πληθυσμό.

Στη συνέχεια, τα άτομα, που καταβάλλονται από άγχος υγείας, εμφανίζουν έντονη αποστροφή για ερεθίσματα τα οποία συνδέονται με κάποια ασθένεια.

Για αυτόν το λόγο, έχει παρατηρηθεί ότι αντιλαμβάνονται περισσότερο σοβαρές ορισμένες ενδείξεις εξαιτίας του βαθμού αποστροφής ως προς αυτές. Οι ιατροί, λοιπόν, τείνουν να φέρνουν σε επαφή τον ασθενή με τα εν λόγω ερεθίσματα.

Ως αποτέλεσμα, ο ασθενής διαπιστώνει το σφάλμα που ενυπάρχει στις πεποιθήσεις του και υιοθετεί καινούρια πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία δεν εμπεριέχουν αποφευκτικές αντιδράσεις. Ακόμη, πέραν της γνωστικής αναδόμησης και της έκθεσης στο αγχογόνο ερέθισμα, ο ψυχολόγος μυεί τον ασθενή σε διεργασίες διαχείρισης του στρες, ώστε να μειωθούν οι σωματικές αισθήσεις που προέρχονται από το έντονο και επίμονο άγχος.

Μάλιστα, σύμφωνα με τους Walker, Vincent και Furer, οι αναφερόμενες πρακτικές της γνωστικό – συμπεριφοριστικής θεραπείας (Cognitive Behavioral Therapy) φαίνεται ότι επιλέγονται περισσότερο από τους ασθενείς συγκριτικά με τη φαρμακοθεραπεία.

Η εστίαση της προσοχής, η διαστρεβλωμένη γνώση, αλλά και η επιβεβαίωση που αναζητούν οι ασθενείς, αναφορικά με το πρόβλημα της υγείας από το περιβάλλον, είναι στοιχεία τα οποία επεξεργάζεται και η γνωστικό – συμπεριφοριστική θεραπεία (CBT).

Ειδικότερα, γίνεται αναφορά σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο δυσερμηνειών, ο οποίος έχει σημείο έναρξης την εστίαση στο σώμα και καταλήγει στην αναζήτηση συμβουλών από τον περίγυρο, οι οποίες φαίνεται να πυροδοτούν εκ νέου εντονότερη ανησυχία για την υγεία του σώματος.

Έτσι, το άτομο ανακουφίζεται μόνον προσωρινά, όταν μοιράζεται τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του.

Επίσης, σύμφωνα με την αρχή της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης, η επιβεβαίωση από τους άλλους αυξάνει και την πιθανότητα περαιτέρω ενασχόλησης με το πρόβλημα.

Συμπερασματικά, ενισχυόμενο το άγχος από το περιβάλλον καθιστά τον τρόπο σκέψης ακόμη περισσότερο καταστροφικό, με αποτέλεσμα την αβεβαιότητα του ασθενούς και το διογκωμένο αίσθημα ευπάθειας.

Το άγχος υγείας στους ενήλικες έχει συσχετιστεί με ανασφαλείς μορφές προσκόλλησης στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον.

Ειδικότερα, εάν το άτομο έχει βιώσει σοβαρή ασθένεια σε παιδική ηλικία, τείνει να αισθάνεται περισσότερο ανήσυχο και ευάλωτο και ως αποτέλεσμα να δημιουργεί σχέσεις ανασφαλούς προσκόλλησης.

Η γονεϊκή επίδραση συμμετέχει σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις διεργασίες, διότι πολλές φορές οι γονείς μαθαίνουν στο παιδί να θεωρεί τον εαυτό του ευάλωτο και ευπαθή λόγω της υπερπροστατευτικής συμπεριφοράς τους. Συμπερασματικά, το άτομο προσδίδει καταστροφικό χαρακτήρα στις παρατηρούμενες σωματικές ενδείξεις και δαπανά πολλά χρήματα εξαιτίας της αυξημένης επισκεψιμότητας σε ιατρούς.

Μάλιστα, συνήθως αισθάνεται ανικανοποίητος από τη ληφθείσα ιατρική φροντίδα, αλλά και την προσοχή που λαμβάνει από τον κοινωνικό του περίγυρο.

Εξαιτίας της αντιλαμβανόμενης σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας, πιστεύει ότι οι συγγενείς και φίλοι θα πρέπει να τον μεταχειρίζονται με ξεχωριστό και ιδιαίτερα προστατευτικό τρόπο.

Συνοψίζοντας, το άγχος υγείας επηρεάζει αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το άτομο τα συμπτώματα και την απειλή της υγείας.

Επίσης, οι επιπτώσεις τοξικών για την υγεία σκέψεων και πεποιθήσεων επιδρούν στα επίπεδα λειτουργικότητας του ατόμου και κατ’ επέκταση δυσχεραίνουν συνολικά την ποιότητα ζωής του.

Ποικίλοι παράγοντες (περιβαλλοντολογικοί, γενετικοί κ.ά.) συμμετέχουν στη δημιουργία αναπαράστασης των ασθενειών, όπως έχει υπογραμμιστεί, αλλά σε συνδυασμό με το άγχος υγείας η αναπαράσταση της ασθένειας εμπεριέχει αρνητικής σημασίας περιεχόμενο.

Συμπληρωματικά, ήδη έχει επισημανθεί ότι η ταυτότητα της ασθένειας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση των αναπαραστάσεων.

ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ Ο ΑΣΘΕΝΗΣ ΜΕ ΑΥΤΟΑΝΟΣΗ ΝΟΣΟ

Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αντίληψη του ατόμου για την κατάσταση της υγείας του εμπλέκονται με διαφορετικό βαθμό και συχνότητα στη διαμόρφωση αναπαραστάσεων, ανάλογα με το πλαίσιο της ασθένειας.

Όσον αφορά το πλαίσιο εκδήλωσης των αυτοάνοσων παθήσεων, η σύγχρονη βιβλιογραφία εξετάζει τις προσλαμβάνουσες του ατόμου σχετικά με τα αίτια της ασθένειας, τη σοβαρότητα και τις συνέπειες των συμπτωμάτων στο χρόνο, καθώς και την αυτοαποτελεσματικότητα του ασθενούς στη διαχείριση της νόσου.

Σύμφωνα με την Kelly, ο άνθρωπος αναζητά με ιδιαίτερο ζήλο την αιτία των φαινομένων που συμβαίνουν στην καθημερινή του ζωή.

Πέραν αυτού, όμως, η απόδοση της βαθύτερης αιτίας των πραγμάτων διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο και στη μετέπειτα αντίδραση του ατόμου.

Για παράδειγμα τα άτομα με αυτοάνοσα υιοθετούν μία μοιρολατρική στάση, παραβλέποντας την προσωπική ευθύνη στην επιδείνωση της υγείας τους εξαιτίας βλαπτικών συμπεριφορών, όπως η ανθυγιεινή διατροφή ή το κάπνισμα. Μάλιστα, δεν είναι διατεθειμένοι να διακόψουν ολοκληρωτικά συνήθειες, οι οποίες προκαλούν, αλλά και οξύνουν την ασθένειά τους.

Αντίθετα, έχει παρατηρηθεί ότι άτομα, τα οποία αντιλαμβάνονται ως αιτία τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής, είναι περισσότερο πρόθυμοι για την προσαρμογή τους σε νέες ωφέλιμες συνήθειες.

Σύμφωνα με τους Hirani και Newman (2005), o βαθμός αναγνώρισης και αποδοχής του προβλήματος υγείας από τον ασθενή αποτελεί ένα εξίσου ουσιαστικό σκέλος της αντιληπτικής διεργασίας.

Ασθενείς, οι οποίοι διαγνώστηκαν με μία αυτοάνοση διαταραχή, έδειξαν ότι δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς το πρόβλημα, γεγονός που συσχετίστηκε με χρονιότητα της ασθένειας, χαμηλό αυτοέλεγχο, ελλιπή θεραπεία αλλά και χαμηλά επίπεδα της γενικότερης ποιότητας ζωής τους.

Με άλλα λόγια, εάν το άτομο δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς τη σοβαρότητα του προβλήματος που αντιμετωπίζει, φαίνεται ότι δεν αναλαμβάνει και την απαραίτητη δράση, ώστε να το καταπολεμήσει.

Στη συνέχεια, οι Kohlmann, Rimington και Weinman (2012) παρατήρησαν με τη σειρά τους ότι ασθενείς, οι οποίοι διατηρούσαν αρνητικές πεποιθήσεις, χαρακτηρίστηκαν με χαμηλά επίπεδα ποιότητας ζωής.

Πιο συγκεκριμένα, ανέφεραν φόβο για δυσμενείς μακροχρόνιες συνέπειες και μειωμένο βαθμό αυτοελέγχου.

Αντιθέτως, ασθενείς οι οποίοι υιοθετούσαν θετικές πεποιθήσεις για την κατάσταση της υγείας τους χαρακτηρίστηκαν με καλύτερη σωματική και ψυχική υγεία.

Τέλος, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στις γυναίκες, οι οποίες έτειναν να αντιλαμβάνονται υπό αρνητικό πρίσμα την πορεία και εξέλιξη της κατάστασής τους και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της σωματικής και ψυχικής υγείας τους, καθώς και σοβαρές επιπτώσεις στη γενικότερη ποιότητα ζωής.

Οι Norris, Murray, Triplett και Hegadoren (2010) τόνισαν παρόμοιες και επίμονες διαφορές αναφορικά με το φύλο και την αναπαράσταση της νόσου.

Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι, όσο αυξανόταν η αντιλαμβανόμενη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, οι γυναίκες ανέφεραν χαμηλότερη ποιότητα ζωής, ενώ οι άνδρες επεσήμαναν καλύτερη ποιότητα ζωής. Δηλαδή, οι άνδρες αντλούσαν ικανοποίηση από τη θεραπεία και παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης, συγκριτικά με το έτερο φύλο.

Οι ερευνητές απέδωσαν την εαυλωτότητα αυτή του γυναικείου φύλου στα αυξημένα επίπεδα στρες που παρουσιάζει και τα οποία προέρχονται από τη σύγκρουση των πολλαπλών κοινωνικών ρόλων, τους οποίους εκπροσωπούν οι γυναίκες στην καθημερινή τους ζωή.

Για να επιτευχθεί η προσδοκώμενη ποιότητα ζωής, από τη μία πλευρά ο ασθενής καλείται να αξιολογήσει το μέγεθος της απειλής που υφίσταται και από την άλλη πλευρά την αποτελεσματικότητα, δηλαδή τα οφέλη και το κόστος των πιθανών τρόπων αντιμετώπισης της απειλής.

Οι Bohachick, Taylor, Sereika, Reeder και Anton τόνισαν το όφελος της τήρησης της φαρμακευτικής αγωγής, το οποίο ήταν η διατήρηση της υγείας και το κόστος, το οποίο ήταν οι ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων.

Όσοι συμμετέχοντες επικεντρώνονταν στο κόστος, παρουσίαζαν μεγαλύτερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης συγκριτικά με τους υπόλοιπους ασθενείς, οι οποίοι είχαν προσαρμοστεί στη σωστή λήψη της φαρμακοθεραπείας.

Οι τελευταίοι, μάλιστα, τείνουν να ασκούν και μεγαλύτερο έλεγχο στη θεραπεία, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται από βελτιωμένη σωματική και ψυχική υγεία.

Η αντίληψη των συμπτωμάτων που προκύπτουν από πολλαπλές αυτοάνοσες διαταραχές έχει χαρακτηριστεί ως συμπαγής και ισχυρός προγνωστικός παράγοντας του ελέγχου διαχείρισης της υγείας.

Ειδικότερα, τα αυτοάνοσα έχουν ταυτιστεί με μια σειρά από συμπεριφορές υγείας που θεωρούνται και αιτίες της νόσου και το άτομο, αντιλαμβανόμενο την ταυτότητα και τη φύση της ασθένειας, καλείται να τις ελέγξει, ώστε να παρέμβει αποτελεσματικά εναντίον του πιθανού προβλήματος της υγείας. Τέτοιες συμπεριφορές είναι η σωματική άσκηση, το κάπνισμα, η διατροφή, η χρήση αλκοόλ, καθώς και άλλες επιβλαβείς ή μη συνήθειες.

Οι Plotnikoff και Higginbotham (2002) διαπίστωσαν ότι οι αναπαραστάσεις του ασθενούς για την ευαλωτότητα του απέναντι στην απειλή έχουν παραλληλιστεί με παρόμοιες αντιδράσεις, όπως την υιοθέτηση συμπεριφορών που προάγουν την υγεία (π.χ. δίαιτα χαμηλού λίπους).

Ωστόσο, ανασταλτικοί παράγοντες αυτής της πρόθεσης συμπεριφοράς για την προσαρμογή στην ασθένεια θεωρήθηκαν, κατά κύριο λόγο, το υπερβολικό άγχος και η αρνητική διάθεση.

Οι διαστάσεις της ψυχικής υγείας, όπως αναφέρθηκε, έχουν συσχετιστεί άμεσα με τα μειωμένα επίπεδα αυτοελέγχου σε άτομα που αντιμετωπίζουν χρόνιες παθήσεις.

Οι ερευνητές κατέληξαν σε ισχυρή συσχέτιση αρνητικών πεποιθήσεων για την υγεία, ελλιπούς κατανόησης της πάθησης, αυξημένης αναφοράς συμπτωμάτων και μακροπρόθεσμων συνεπειών με σημαντικά ποσοστά ψυχοπαθολογίας.

Γενικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι οι ψυχικές ασθένειες επηρεάζουν ή ακόμη και μεταβάλλουν τις αναπαραστάσεις της πάθησης, καθώς και το βαθμό κινητοποίησης του ασθενούς.

Συνοψίζοντας, ο ασθενής καλείται να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες, οι οποίες καθορίζονται από το είδος της πάθησης, γεγονός το οποίο δε συνιστά μία ευεπίλυτη και άμεση υπόθεση.

Εκτενέστερα, παρατηρήθηκε ότι αδυνατεί να υιοθετήσει συμπεριφορές οι οποίες προάγουν την υγεία, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει ιδιαίτερη δυσκολία στην άσκηση ελέγχου όσον αφορά την εξέλιξη της ασθένειας του.

Για παράδειγμα, ασθενείς οι οποίοι παρουσίασαν συμπτώματα ψυχοπαθολογίας αξιολογήθηκαν με χαμηλά ποσοστά αυτοελέγχου, όπως και προαναφέρθηκε.

Τέτοιες συνθήκες έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του θεραπευτικού αποτελέσματος και κατά συνέπεια την αρνητική και επώδυνη εξέλιξη της νόσου.

ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Βάσει των παραπάνω οι αναπαραστάσεις του ατόμου αποτελούν το αντικείμενο παρέμβασης του ψυχολόγου με σκοπό την ανάληψη δράσης από τον ασθενή, η οποία θα έχει ως απόρροια τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.

Βασικό εμπόδιο της όλης διαδικασίας αποτελεί η μοιρολατρική στάση των ασθενών ότι δεν είναι υπαίτιοι για το εμφανιζόμενο πρόβλημα υγείας.

Έχει παρατηρηθεί πως ο επαγγελματίας υγείας μπορεί να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο υιοθετώντας μια στρατηγική, η οποία θα απευθύνεται εξατομικευμένα στον ασθενή.

Όμως, τα αυξημένα επίπεδα αυτοελέγχου του ασθενούς και η αυτοπεποίθηση του δε διατηρούνται, σε αυτήν την περίπτωση, περισσότερο από το χρονικό διάστημα των έξι μηνών.

Ακόμη, τα δεδομένα αυτά συσχετίζονται άμεσα και με αυξημένες τιμές άγχους και κατάθλιψης.

O προσδιορισμός “εξατομικευμένος” απευθύνεται σε έναν τρόπο παρέμβασης ο οποίος προσανατολίζεται με βάση την προοπτική του ασθενούς για την εξέλιξη της ασθένειας.

Ο ρόλος του επαγγελματία υγείας, καθώς και του εξωτερικού περιβάλλοντος αποτελεί την ακριβή και εμπεριστατωμένη ενημέρωση του ασθενούς για την πάθηση που βιώνει. Βέβαια, ο ασθενής θα πρέπει να είναι ο τελικός επεξεργαστής των διαθέσιμων πληροφοριών που κατέχει.

Για αυτόν το λόγο, πιθανά συνοδά προβλήματα, όπως γνωστικά ελλείμματα και ψυχολογικές διαταραχές, θα πρέπει να διαχειρίζονται και να αντιμετωπίζονται με σκοπό την ενδυνάμωση του ασθενούς για την καλύτερη αντιμετώπιση της αυτοάνοσης νόσου.

Δείτε το Α’ μέρος ΕΔΩ!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ