Logodiatrofis.gr
Έρευνα

Δείκτης ανεργίας: Διαχρονικά ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της Κεντρικής Παιδικής Παχυσαρκίας

Επιδημιολογική έρευνα συνέδεσε το Δείκτη ανεργίας με την Παιδική Παχυσαρκία.

 

Ως κεντρικού τύπου παχυσαρκία στα παιδιά ορίζεται η συγκέντρωση σωματικού λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, η οποία λόγω της φλεγμονώδους φύσης του κοιλιακού λίπους μπορεί να επιφέρει σοβαρούς κινδύνους στην υγεία. Τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι η κεντρική παιδική παχυσαρκία αποτελεί ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου – σε σχέση με τη «γενική» παιδική παχυσαρκία – κυρίως για διαταραχές του μεταβολισμού και καρδιομεταβολικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων του σακχαρώδους διαβήτη και των καρδιαγγειακών νοσημάτων σε παιδιά. Μελέτες σε παιδιά έδειξαν πράγματι ότι οι δείκτες της κεντρικής παχυσαρκίας συσχετίζονται ισχυρά με καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων της υψηλής αρτηριακής πίεσης, της αντίστασης στην ινσουλίνη, των αυξημένων λιπιδίων του αίματος και δεικτών της υποκλινικής φλεγμονής.

Σε μεγάλη επιδημιολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Αττικής προσδιορίστηκε η αλληλεπίδραση των διατροφικών συνηθειών και του κονωνικοοικονομικού επιπέδου (SES) των δήμων με την Κεντρική Παιδική Παχυσαρκία. Η συγκεκριμένη μελέτη διενεργήθηκε με επικεφαλής το διατροφολόγο κ. Δημήτρη Γρηγοράκη, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Χαροκοπείου Πανεπιστημίου κ. Λάμπρου Συντώση.

Για το σκοπό αυτό, στο νομό Αττικής σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, μελετήθηκαν οι μαθητές της 3ης δημοτικού που φοιτούσαν στα σχολεία της περιοχής κατά τις περιόδους 2008-09 και 2010-11. Στην πρώτη περίοδο το δείγμα αποτελούσαν 21.318 μαθητές (47,9% αγόρια και 52,1% κορίτσια, 62,2% του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού στην Αττική) με μέση τιμή ηλικίας=8,9 ετών+1,0 και τη δεύτερη 13.998 παιδιά (49,9% αγόρια και 50,1% κορίτσια, 39,7% του συνόλου του εν λόγω πληθυσμού), με τα ίδια ακριβώς ηλικιακά δεδομένα. Οι αναλύσεις έγιναν για το 2008-09, ένα κομβικό χρονικό σημείο για τη δημιουργία της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα (προ της οικονομικής κρίσης) και για το 2010-11 (λίγο μετά από την έναρξη της οικονομικής κρίσης), προκειμένου να αξιολογηθεί η εμπλοκή τυχόν κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών στη διαχρονική τάση των διατροφικών συνηθειών και της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας. Η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας επιλέχθηκε επειδή αποτελείται από μια ετερογενή και εθνικά διαφοροποιημένη γεωγραφική περιοχή και περιλαμβάνει ένα σημαντικό ποσοστό (~35%) του συνολικού ελληνικού μαθητικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα η περιοχή της Αττικής παρουσιάζει, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας (26,8%) σε γεωγραφικό επίπεδο στην Ελλάδα.

Οι πληροφορίες συλλέχθηκαν μέσω σωματομετρήσεων και ενός ειδικού ερωτηματολογίου το οποίο συμπληρώθηκε με τη βοήθεια εκπαιδευμένων δασκάλων κατά τη διάρκεια και των δύο διαφορετικών περιόδων. Η κεντρική παιδική παχυσαρκία αξιολογήθηκε με τον δείκτη WHtR (λόγος της Περιμέτρου Μέσης / ύψος), σύμφωνα με την κατωφλικές τιμές που προτείνει ο IOTF για τις διάφορες κατηγορίες του ΔΜΣ και τον προσδιορισμό της τιμής του WHtR>0,5 (διεθνές κατωφλικό σημείο κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας). Για τη συλλογή των δεδομένων κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία της απογραφής του 2011 της Εθνικής Στατιστικής Αρχής της Ελλάδας (ΕΛ.ΣΤΑΤ) για το νομό Αττικής. Οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου περιλάμβαναν το δείκτη πυκνότητας του πληθυσμού (αριθμός πληθυσμού ανά περιοχή του δήμου), το δείκτη γήρανσης (αριθμός ατόμων ≥ 60 ετών ανά εκατό άτομα ηλικίας κάτω των 15 ετών ανά 1.000 κατοίκους) και τον δείκτη της ανεργίας (άνεργος πληθυσμός ανά 1.000 άτομα εργατικού δυναμικού). Η μελέτη εγκρίθηκε από την επιτροπή δεοντολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών και πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη Διακήρυξη του Ελσίνκι (World Medical Association). Τέλος, η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε με την έγκριση του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Παιδείας.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της χωρικής κατανομής των δεικτών του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, η υψηλή πυκνότητα πληθυσμού και ο υψηλότερος δείκτης γήρανσης παρατηρoύνται στο κέντρο της πόλης, ενώ και ο δείκτης της ανεργίας φαίνεται να αυξάνεται από το κέντρο προς τη δυτική πλευρά της πόλης. Συνολικά, η πιο κοινωνικά υποβαθμισμένη περιοχή με βάση τους προαναφερθέντες δείκτες του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου είναι το δυτικό τμήμα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας.

Σύφωνα με την πολυπαραγοντική ανάλυση των διατροφικών συνηθειών και του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, ο δείκτης ανεργίας στους δήμους της Αττικής συσχετίστηκε (αποκλειστικά) διαχρονικά και σημαντικά με τον αριθμό των παιδιών με κεντρική παχυσαρκία τόσο την περίοδο 2008-09 (r=0,44, p=0,001) όσο και το 2010-11 (r=0,43, p=0,001), κάτι το οποίο δεν συνέβη για τις επιμέρους διατροφικές συνήθειες, το δείκτη γήρανσης και το δείκτη πυκνότητας του πληθυσμού. Η διαχρονική κατανομή της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας σε συνδιασμό με την ανεργία στους δήμους της Αθήνας, τις χρονικές περιόδους 2008-09 και 2010-11 παρουσιάζεται στο Σχήμα 1. Ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας κεντρικού τύπου ήταν υψηλότερος σε δήμους με υψηλά ποσοστά ανεργίας και η θετική συσχέτιση ήταν περισσότερο εμφανής στο δυτικό μέρος της πόλης (όπου βρίσκονται οι περισσότερες κοινωνικά υποβαθμισμένες περιοχές της πρωτεύουσας) και στις δύο χρονικές περιόδους της μελέτης. Με άλλα λόγια, μεταξύ των αξιολογούμενων παραμέτρων του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, ο δείκτης ανεργίας αποδείχτηκε ως ο πιο σημαντικός παράγοντας πρόβλεψης της παιδικής κεντρικής παχυσαρκίας, και η συσχέτιση αυτή που παρατηρήθηκε έντονα το 2008-09 εξακολούθησε να υφίσταται και το 2010-11, παρόλο που το χρονικό διάστημα δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να παράσχει πραγματικές χρονικές και συλλογικές μεταβολές.

deiktis-anergias-diaxronika-isxiros-provleptikos-paragontas-kentrikis-paidikis-paxisarkiasΣχήμα 1: Κεντρική παιδική παχυσαρκία και ποσοστά ανεργίας στην Αττική, κατά τις σχολικές περιόδους 2008-09 και 2010-11. Κατά την απεικόνιση των επιπέδων κεντρικής παχυσαρκίας στα παιδιά σε συνδυασμό με τα ποσοστά ανεργίας στην Αττική κατά τις σχολικές περιόδους 2008-09 και 2010-11, παρατηρείται έντονος συσχετισμός μεταξύ των δύο παραμέτρων. Οι περιοχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας (μεγαλύτερες τελείες) εμφανίζουν ταυτόχρονα και υψηλότερα ποσοστά κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας (πορτοκαλί – κίτρινες περιοχές), σε σχέση με εκείνες που παρατηρούνται χαμηλά επίπεδα ανεργίας (μικρότερες τελείες) και οι οποίες εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας (περιοχές με χρώμα ανοικτό και σκούρο πράσινο). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της περιοχής του Περάματος στο οποίο παρατηρείται ότι εμφανίζονται υψηλότατα ποσοστά κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας και ανεργίας μαζί.

Στην περιοχή της πρωτεύουσας συνολικά, τα παχύσαρκα παιδιά με κεντρική παχυσαρκία που διέμεναν σε δήμους με χαμηλότερο SES ανέφεραν φτωχότερες διατροφικές συνήθειες, κυρίως σχετικά με τη συχνότητα γευμάτων και την ποιότητα αυτών, σε σύγκριση με τα συνομήλικα τους με μη κεντρική παχυσαρκία. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεδομένου ότι η σημερινή οικονομική κρίση αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μεγέθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του ποσοστού ανεργίας, με περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του βάρους και τρόπου ζωής των παιδιών. Ο ισχυρός συσχετισμός του δείκτη ανεργίας με την κεντρική παιδική παχυσαρκία δημιουργεί έναν ιδιαίτερα έντονο προβληματισμό. Η σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα φαίνεται να τροποποιεί τα δεδομένα, τόσο της επίδρασης του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου στην παιδική κεντρική παχυσαρκία, αλλά και του επιπολασμού αυτής, προς άγνωστη κατεύθυνση.

Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της παρούσας μελέτης συγκαταλέγεται το υψηλό δείγμα των παιδιών που χρησιμοποιήθηκε. Η συγκεκριμένη μελέτη επίσης είναι μία από της πρώτες στον ελλαδικό χώρο που ερευνά διεξοδικά τη σχέση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου με την κεντρική παιδική κεντρική παχυσαρκία. Αντίθετα, ως επιδημιολογική μελέτη διέπεται από τους περιορισμούς των μελετών παρατήρησης, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας αιτιολογικών σχέσεων και της δυνατότητας γενίκευσης των αποτελεσμάτων.
Συμπερασματικά, ο δείκτης ανεργίας μίας περιοχής, βρέθηκε ως ο πιο σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας. Δυνητικά προγράμματα παρέμβασης θα πρέπει να στοχοποιήσουν τις περιοχές («εστίες») όπου διαπιστώνεται έντονο πρόβλημα παιδικής κεντρικής παχυσαρκίας. Τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να εστιάσουν στην διατροφική επιμόρφωση γονέων και παιδιών και να συμβάλλουν στην δημιουργία ενός περιβάλλοντος που προάγει τις υγιεινές διατροφικές συνήθειες, ιδίως στις φτωχότερες γειτονιές, με στόχο την πρόληψη της κεντρικής παιδικής παχυσαρκίας προς όφελος της δημόσιας υγείας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ